καταχρώννῡμι,

καταχρώννῡμι,
κατα-χρώννῡμι, u. κατα-χρώζω, anfärben, anstreichen; beschmutzen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταχρώζω — (AM) άλλος τ. τού καταχρώννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώζω «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταχρώννυμι — Α χρωματίζω μαζί, βάφω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταχρώννυμι «χρωματίζω εντελώς, βάφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”